συρμή: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrmi | |Transliteration C=syrmi | ||
|Beta Code=surmh/ | |Beta Code=surmh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[trail]] of a snake, Sch.Luc.''Herm.''79. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συρμή''': ἡ, = [[συρμός]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και σουρμή Ν [[σύρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] που σχηματίζεται από [[σώμα]] που σύρεται<br /><b>2.</b> [[τόπος]] διάβασης πουλιών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών επίπλων και σκευών οικίας<br /><b>4.</b> [[επιδημία]], [[συρμός]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[φίδι]] βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανή<br /><b>αρχ.</b><br />[[σειρά]] από ίχνη, [[ιδίως]] φιδιού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, trail of a snake, Sch.Luc.Herm.79.
Greek (Liddell-Scott)
συρμή: ἡ, = συρμός, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σουρμή Ν σύρω
νεοελλ.
1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται
2. τόπος διάβασης πουλιών
3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας
4. επιδημία, συρμός
5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανή
αρχ.
σειρά από ίχνη, ιδίως φιδιού.