συρμή

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμή Medium diacritics: συρμή Low diacritics: συρμή Capitals: ΣΥΡΜΗ
Transliteration A: syrmḗ Transliteration B: syrmē Transliteration C: syrmi Beta Code: surmh/

English (LSJ)

ἡ, trail of a snake, Sch.Luc.Herm.79.

Greek (Liddell-Scott)

συρμή: ἡ, = συρμός, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σουρμή Ν σύρω
νεοελλ.
1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται
2. τόπος διάβασης πουλιών
3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας
4. επιδημία, συρμός
5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανή
αρχ.
σειρά από ίχνη, ιδίως φιδιού.