ἀχειραγώγητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=acheiragogitos | |Transliteration C=acheiragogitos | ||
|Beta Code=a)xeiragw/ghtos | |Beta Code=a)xeiragw/ghtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀχειραγώγητον, [[untamed]], Ph.1.680. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se deja llevar]], [[obstinado]] ἡ τῶν Ἰουδαίων ἀ. γνώμη Cyr.Al.M.73.761C, ἀ. ... εἰς τὴν τῶν ἀναγκαίων κατάληψιν ... ὁ νοῦς Cyr.Al.M.73.1000B.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no lleva de la mano]], [[que no guía]] τυφλὴ καὶ ἀ. ὁδός Ph.1.680. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχειρᾰγώγητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χειραγωγήσῃ, [[δυσμαθής]], [[δυσδίδακτος]], Κύριλλ. Ἀλ. | |lstext='''ἀχειρᾰγώγητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χειραγωγήσῃ, [[δυσμαθής]], [[δυσδίδακτος]], Κύριλλ. Ἀλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειραγώγητος]], -ον)<br />[[ακαθοδήγητος]]<br />(αρχ. -μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο [[ατίθασος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειραγώγητος]], -ον)<br />[[ακαθοδήγητος]]<br />(αρχ. -μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο [[ατίθασος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀχειραγώγητον, untamed, Ph.1.680.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se deja llevar, obstinado ἡ τῶν Ἰουδαίων ἀ. γνώμη Cyr.Al.M.73.761C, ἀ. ... εἰς τὴν τῶν ἀναγκαίων κατάληψιν ... ὁ νοῦς Cyr.Al.M.73.1000B.
2 fig. que no lleva de la mano, que no guía τυφλὴ καὶ ἀ. ὁδός Ph.1.680.
German (Pape)
[Seite 417] ungezähmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχειρᾰγώγητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χειραγωγήσῃ, δυσμαθής, δυσδίδακτος, Κύριλλ. Ἀλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχειραγώγητος, -ον)
ακαθοδήγητος
(αρχ. -μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο ατίθασος.