ἀκαμψία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akampsia | |Transliteration C=akampsia | ||
|Beta Code=a)kamyi/a | |Beta Code=a)kamyi/a | ||
|Definition=ἡ, [[inflexibility]], | |Definition=ἡ, [[inflexibility]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''654a24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, inflexibility, Arist.PA654a24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ rigidez ἀκανθῶν Arist.PA 654a24.
German (Pape)
ἡ, Unbiegsamkeit, φωνῆς Arist. gen.an. 5.7.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαμψία: ἡ негибкость (τῆς φωνῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμψία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκάμπτου, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».