μηλοδαΐκτας: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milodaiktas
|Transliteration C=milodaiktas
|Beta Code=mhlodai/+ktas
|Beta Code=mhlodai/+ktas
|Definition=α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sheep-slaying</b>, λέων <span class="bibl">B.8.6</span>.</span>
|Definition=α, ὁ, [[sheep-slaying]], λέων B.8.6.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοδαΐκτας''': ὁ, = [[μηλοκτόνος]], ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.
|lstext='''μηλοδαΐκτας''': ὁ, = [[μηλοκτόνος]], ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλοδαΐκτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δαΐκτας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[σφάζω]], [[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. [[ξενοδαΐκτας]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοδᾰΐκτας Medium diacritics: μηλοδαΐκτας Low diacritics: μηλοδαΐκτας Capitals: ΜΗΛΟΔΑΪΚΤΑΣ
Transliteration A: mēlodaḯktas Transliteration B: mēlodaiktas Transliteration C: milodaiktas Beta Code: mhlodai/+ktas

English (LSJ)

α, ὁ, sheep-slaying, λέων B.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.

Greek Monolingual

μηλοδαΐκτας, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενοδαΐκτας].