μελουργός: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melourgos
|Transliteration C=melourgos
|Beta Code=melourgo/s
|Beta Code=melourgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μελοποιός]], <span class="bibl">Man.4.185</span>.</span>
|Definition=μελουργόν, = [[μελοποιός]], Man.4.185.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[μελοποιός]], Μανέθων 4. 185· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, [[μουσική]], [[μουσουργία]]· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.
|lstext='''μελουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[μελοποιός]], Μανέθων 4. 185· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, [[μουσική]], [[μουσουργία]]· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελουργός]], -όν (ΑM)<br />αυτός που συνθέτει [[μουσική]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελουργός Medium diacritics: μελουργός Low diacritics: μελουργός Capitals: ΜΕΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melourgós Transliteration B: melourgos Transliteration C: melourgos Beta Code: melourgo/s

English (LSJ)

μελουργόν, = μελοποιός, Man.4.185.

German (Pape)

[Seite 128] = μελοποιός, Maneth. 4, 185.

Greek (Liddell-Scott)

μελουργός: -όν, (*ἔργω) = μελοποιός, Μανέθων 4. 185· ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, μουσική, μουσουργία· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.

Greek Monolingual

μελουργός, -όν (ΑM)
αυτός που συνθέτει μουσική
μσν.
μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ουργός].