διωκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioktir
|Transliteration C=dioktir
|Beta Code=diwkth/r
|Beta Code=diwkth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pursuer</b>, <span class="bibl">Babr.128.14</span>.</span>
|Definition=διωκτῆρος, ὁ, [[pursuer]], Babr.128.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος [[perseguidor]] λύκος Babr.128.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[celui qui poursuit]].<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διωκτήρ:''' ῆρος ὁ [[преследователь]] Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διωκτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ [[ὡσαύτως]], διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.
|lstext='''διωκτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ [[ὡσαύτως]], διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διωκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[διώκω]]), [[διώκτης]], καταδιώκτης, σε Βάβρ.· [[διώκτης]]-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διωκτήρ]], ῆρος, <i>n</i> <i>n</i> [[διώκω]]<br />a [[pursuer]], Babr.
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτήρ Medium diacritics: διωκτήρ Low diacritics: διωκτήρ Capitals: ΔΙΩΚΤΗΡ
Transliteration A: diōktḗr Transliteration B: diōktēr Transliteration C: dioktir Beta Code: diwkth/r

English (LSJ)

διωκτῆρος, ὁ, pursuer, Babr.128.14.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Russian (Dvoretsky)

διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.

Greek Monotonic

διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

διωκτήρ, ῆρος, n n διώκω
a pursuer, Babr.