προσκλινής: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosklinis
|Transliteration C=prosklinis
|Beta Code=prosklinh/s
|Beta Code=prosklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sloping</b>, <span class="bibl">Gp.9.3.2</span>.</span>
|Definition=προσκλινές, [[sloping]], Gp.9.3.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ές, angelehnt, Geopon.
}}
{{ls
|lstext='''προσκλῐνής''': -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ [[προσκλίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προσκλινές</i> επίπεδη ανώτατη [[επιφάνεια]] του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκλιμένος, [[γερμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκατειλημμένος]], προδιαθετειμένος<br /><b>2.</b> [[αδρανής]], [[αργός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλῐνής Medium diacritics: προσκλινής Low diacritics: προσκλινής Capitals: ΠΡΟΣΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: prosklinḗs Transliteration B: prosklinēs Transliteration C: prosklinis Beta Code: prosklinh/s

English (LSJ)

προσκλινές, sloping, Gp.9.3.2.

German (Pape)

[Seite 769] ές, angelehnt, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλῐνής: -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ προσκλίνω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος
νεοελλ.-μσν.
κεκλιμένος, γερμένος
αρχ.
1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος
2. αδρανής, αργός.