ἀσπορία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asporia | |Transliteration C=asporia | ||
|Beta Code=a)spori/a | |Beta Code=a)spori/a | ||
|Definition=ἡ, [[barrenness]], | |Definition=ἡ, [[barrenness]], Man.4.585. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, barrenness, Man.4.585.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ esterilidad Man.4.585, Orac.Sib.3.542.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, das Nichtsäen, Maneth. 4, 585; das Nichtzeugen von Kindern, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπορία: ἡ, στείρωσις, ἀκαρπία, Μανέθ. 4. 585, Χρ. Σιβυλλ. 3. 542.
Greek Monolingual
η (AM ἀσπορία) άσπορος
νεοελλ.
η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια
μσν.
η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)
αρχ.
η στειρότητα, η ατεκνία.