ἀντίμιμος: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antimimos | |Transliteration C=antimimos | ||
|Beta Code=a)nti/mimos | |Beta Code=a)nti/mimos | ||
|Definition= | |Definition=ἀντίμιμον,<br><span class="bld">A</span> [[closely imitating]], [[ἠχή]], of an echo, Callistr.''Stat.''9; τινός Alcid. ap. Arist.''Rh.''1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.''Anat.''1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. ''Th.''17.<br><span class="bld">II</span> = [[μανδραγόρας]], Dsc.4.75; = [[ὠκιμοειδές]], Ps.-Dsc.4.28. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντίμιμον,
A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17.
II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
Spanish (DGE)
-ον
I que imita de cerca, que reproduce, copia o representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
•c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
•abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
•que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
•subst. ὁ ἀ. imitación, falsificación οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίμῑμος:
1 подражающий (τινος Arst.);
2 сделанный в подражание (τινι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.
Greek Monolingual
ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.