φαῦσις: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faysis | |Transliteration C=faysis | ||
|Beta Code=fau=sis | |Beta Code=fau=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, (φάω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[φάω]])<br><span class="bld">A</span> [[lighting]], [[illumination]], τῆς γῆς [[LXX]] ''Ge.''1.15, cf. ''Ju.''13.13.<br><span class="bld">2</span> Astron. = [[φάσις]], φ. ἐκ τῶν τοῦ ἡλίου αὐγῶν heliacal [[rising]], Theo Sm.p.137 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (φάω)
A lighting, illumination, τῆς γῆς LXX Ge.1.15, cf. Ju.13.13.
2 Astron. = φάσις, φ. ἐκ τῶν τοῦ ἡλίου αὐγῶν heliacal rising, Theo Sm.p.137 H.
German (Pape)
[Seite 1259] ἡ, 1) Schein, Licht, Glanz. – 2) = φάσις, Erscheinung, Sp. – 3) ein durch Lichter, durch Fackeln gegebenes Zeichen, ein Signalfeuer, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φαῦσις: -εως, ἡ, (φάω) φωτισμός, ἔστωσαν εἰς φαῦσιν· ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τῶν φωστήρων τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἑβδ. (Γεν. Αϳ, 15, Ἔξ. ΚΖϳ, 6, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, ΜΑ
1. φως, λάμψη
2. φωτισμός («ἀντὶ γὰρ τοῦ φωτισμοῦ τὴν φαῡσιν εἴρηκε», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰF- < ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) + κατάλ. -σις].