βομβητής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vomvitis
|Transliteration C=vomvitis
|Beta Code=bombhth/s
|Beta Code=bombhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">buzzing</b>, ἑσμός <span class="title">AP</span>6.236 (Phil.):—fem. βομβ-ήτρια, Νύμφαι <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>51.9</span>.</span>
|Definition=βομβητοῦ, ὁ, [[buzzing]], ἑσμός ''AP''6.236 (Phil.):—fem. [[βομβήτρια]], Νύμφαι Orph.''H.''51.9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />[[zumbón]], [[zumbador]] de un enjambre de abejas <i>AP</i> 6.236 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] [[ἑσμός]], der summende, Philip. 30 (VI, 236).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] [[ἑσμός]], der summende, Philip. 30 (VI, 236).
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />bourdonnant (essaim).<br />'''Étymologie:''' [[βομβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βομβητής:''' οῦ adj. m гудящий, жужжащий ([[ἑσμός]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βομβητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.
|lstext='''βομβητής''': -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βομβητής]]) [[βομβώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρόσωμος]] [[φρύνος]] της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας<br /><b>2.</b> ηλεκτρομαγνητική [[συσκευή]] που χρησιμοποιείται στην [[τηλεγραφία]] και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο [[οποίος]] ερμηνεύεται ως [[μήνυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[βόμβο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βομβητής:''' -οῦ, ὁ ([[βομβέω]]), [[βομβητής]], [[σειρήνα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βομβέω]]<br />a hummer, buzzer, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβητής Medium diacritics: βομβητής Low diacritics: βομβητής Capitals: ΒΟΜΒΗΤΗΣ
Transliteration A: bombētḗs Transliteration B: bombētēs Transliteration C: vomvitis Beta Code: bombhth/s

English (LSJ)

βομβητοῦ, ὁ, buzzing, ἑσμός AP6.236 (Phil.):—fem. βομβήτρια, Νύμφαι Orph.H.51.9.

Spanish (DGE)

-οῦ
zumbón, zumbador de un enjambre de abejas AP 6.236 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 453] ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
bourdonnant (essaim).
Étymologie: βομβέω.

Russian (Dvoretsky)

βομβητής: οῦ adj. m гудящий, жужжащий (ἑσμός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βομβητής: -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.

Greek Monolingual

ο (Α βομβητής) βομβώ
νεοελλ.
1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας
2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα
αρχ.
αυτός που παράγει βόμβο.

Greek Monotonic

βομβητής: -οῦ, ὁ (βομβέω), βομβητής, σειρήνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

βομβέω
a hummer, buzzer, Anth.