πολυαῦλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyaylaks
|Transliteration C=polyaylaks
|Beta Code=poluau=lac
|Beta Code=poluau=lac
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, [[with many furrows]], πεδίον π. <span class="title">AP</span>6.238 (Apollonid.).
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, [[with many furrows]], πεδίον π. ''AP''6.238 (Apollonid.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ακος, von vielen Furchen, [[πεδίον]], Apollnds. 5 (VI, 238).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ακος, von vielen Furchen, [[πεδίον]], Apollnds. 5 (VI, 238).
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />[[aux nombreux sillons]], [[vaste]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαῦλαξ:''' ᾰκος adj. с многочисленными бороздами ([[πεδίον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ [[ὀλιγαῦλαξ]], Ἀνθ. Π. 6. 238· [[Αἴγυπτος]] Χρησ. Σιβ. 4. 72.
|lstext='''πολυαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ [[ὀλιγαῦλαξ]], Ἀνθ. Π. 6. 238· [[Αἴγυπτος]] Χρησ. Σιβ. 4. 72.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />aux nombreux sillons, vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που ποτίζεται με [[πολλά]] αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αύλαξ</i>)].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που ποτίζεται με [[πολλά]] αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]], -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[ολιγαύλαξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαῦλαξ:''' ᾰκος adj. с многочисленными бороздами ([[πεδίον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-αῦλαξ, ακος,<br />with [[many]] furrows, Anth.
|mdlsjtxt=πολυ-αῦλαξ, ακος,<br />with [[many]] furrows, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαῦλαξ Medium diacritics: πολυαῦλαξ Low diacritics: πολυαύλαξ Capitals: ΠΟΛΥΑΥΛΑΞ
Transliteration A: polyaûlax Transliteration B: polyaulax Transliteration C: polyaylaks Beta Code: poluau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγαύλαξ)].

Greek Monotonic

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-αῦλαξ, ακος,
with many furrows, Anth.