καταμίσγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamisgo
|Transliteration C=katamisgo
|Beta Code=katami/sgw
|Beta Code=katami/sgw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καταμείγνυμι]], <span class="bibl">Str.1.2.9</span>:—Med., <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>353</span>:— Pass., <span class="bibl"><span class="title">h.Pan.</span>26</span>.</span>
|Definition== [[καταμείγνυμι]], Str.1.2.9:—Med., Nic.''Al.''353:—Pass., ''h.Pan.''26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμίσγω''': [[καταμίγνυμι]], Στράβ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ [[κρόκος]] καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.
|lstext='''καταμίσγω''': [[καταμίγνυμι]], Στράβ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ [[κρόκος]] καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταμίσγω]] (Α)<br />[[καταμείγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μίσγω]], μεταπλασμένος τ. του [[μείγνυμι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμίσγω:''' = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. [[σημασία]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== καταμίγνῡμι, Hhymn.] [Mid. in [[pass]]. [[sense]]
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμίσγω Medium diacritics: καταμίσγω Low diacritics: καταμίσγω Capitals: ΚΑΤΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: katamísgō Transliteration B: katamisgō Transliteration C: katamisgo Beta Code: katami/sgw

English (LSJ)

= καταμείγνυμι, Str.1.2.9:—Med., Nic.Al.353:—Pass., h.Pan.26.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. μίσγω), = καταμίγνυμι, Strab. I p. 20; med., H. h. 18, 26; wie das act., Nic. Al. 353.

Greek (Liddell-Scott)

καταμίσγω: καταμίγνυμι, Στράβ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ κρόκος καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.

Greek Monolingual

καταμίσγω (Α)
καταμείγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μίσγω, μεταπλασμένος τ. του μείγνυμι].

Greek Monotonic

καταμίσγω: = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. σημασία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

= καταμίγνῡμι, Hhymn.] [Mid. in pass. sense