ὑάλωμα: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yaloma | |Transliteration C=yaloma | ||
|Beta Code=u(a/lwma | |Beta Code=u(a/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, [[glazing of the eye]], a disease of horses, | |Definition=-ατος, τό, [[glazing of the eye]], a disease of horses, ''Hippiatr.''11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, glazing of the eye, a disease of horses, Hippiatr.11.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, die Verglasung des Auges, das Glasange, eine Pferdekrankheit, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλωμα: τό, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν ἵππου, ὡς τὸ γλαύκωμα, «συμβαίνει δὲ ἐκ τούτου, ὃ καλεῖται ὑάλωμα ὅμοιον ψηφῖδι λευκῇ» Ἱππιατρ. 1, σ. 43, 11.
Greek Monolingual
το / ὑάλωμα, -ώματος, ΝΜ
οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα
νεοελλ.
1. υάλωση
2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά
3. το υαλογράφημα
4. το εφυάλωμα, το σμάλτο
5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. γλαύκωμα)].