πλάστειρα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plasteira | |Transliteration C=plasteira | ||
|Beta Code=pla/steira | |Beta Code=pla/steira | ||
|Definition=fem. of [[πλάστης]], | |Definition=fem. of [[πλάστης]], Orph.''H.''10.20; φύσις ''APl.''4.310 (Damoch.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
fem. of πλάστης, Orph.H.10.20; φύσις APl.4.310 (Damoch.).
German (Pape)
[Seite 625] ἡ (fem. von πλαστήρ), Bildnerinn; Damoch. 4 ( Plan. 3101, Maneth. 4. 559.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστειρα: θηλ. τοῦ πλάστης, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 20, Ἀνθ. Πλαν. 310. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -ειρα (πρβλ. πρέσβειρα)].
Greek Monotonic
πλάστειρα: θηλ. του πλάστης, σε Ανθ.