τρυγόνιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
m (Text replacement - "of or [[from " to "of or from [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygonios
|Transliteration C=trygonios
|Beta Code=trugo/nios
|Beta Code=trugo/nios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or from [[a]] τρυγών 11, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.480</span>.</span>
|Definition=α, ον, of or from a τρυγών 11, Opp.''H.''2.480.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τρυγών]], -<i>όνος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο [[ψάρι]] [[τρυγόνα]].
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τρυγών]], -<i>όνος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο [[ψάρι]] [[τρυγόνα]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>von der [[τρυγών]] [[kommend]], zu ihr [[gehörig]]</i>, Opp. <i>Hal</i>. 2.480; τὸ [[τρυγόνιον]], <i>ein [[Kraut]]</i>, = [[περιστερεών]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡγόνιος Medium diacritics: τρυγόνιος Low diacritics: τρυγόνιος Capitals: ΤΡΥΓΟΝΙΟΣ
Transliteration A: trygónios Transliteration B: trygonios Transliteration C: trygonios Beta Code: trugo/nios

English (LSJ)

α, ον, of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.

German (Pape)

[ῡ], von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2.480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.