ἠχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichodis
|Transliteration C=ichodis
|Beta Code=h)xw/dhs
|Beta Code=h)xw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sonorous</b>, of the hexameter, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>42</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> neut. pl. as Subst., <b class="b2">ringing in the ears</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>163</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">full of sounds</b>, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; <b class="b3">τὸ τῆς νυκτὸς ἠ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Arat.</span>22</span>.</span>
|Definition=ἠχῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[sonorous]], of the hexameter, Demetr.''Eloc.''42.<br><span class="bld">2</span> neut. pl. as [[substantive]], [[ringing in the ears]], Hp.''Coac.''163.<br><span class="bld">3</span> [[full of sounds]], τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; <b class="b3">τὸ τῆς νυκτὸς ἠ.</b> Id.''Arat.''22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχώδης:''' [[звучный]], [[дающий отголосок]]: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ευ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ευώδης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχώδης:''' звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχώδης Medium diacritics: ἠχώδης Low diacritics: ηχώδης Capitals: ΗΧΩΔΗΣ
Transliteration A: ēchṓdēs Transliteration B: ēchōdēs Transliteration C: ichodis Beta Code: h)xw/dhs

English (LSJ)

ἠχῶδες,
A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42.
2 neut. pl. as substantive, ringing in the ears, Hp.Coac.163.
3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.

German (Pape)

[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].