χοιρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choirodis
|Transliteration C=choirodis
|Beta Code=xoirw/dhs
|Beta Code=xoirw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">swinish</b>, Leonid. ap. <span class="bibl">Aët.16.44</span>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>153</span>.</span>
|Definition=χοιρῶδες, [[swinish]], Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.''Epim.''153.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοιρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.
|lstext='''χοιρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες /[[χοιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χοῖρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χοίρο («[[χοιρώδης]] [[βίος]]», Μεθόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρώδης Medium diacritics: χοιρώδης Low diacritics: χοιρώδης Capitals: ΧΟΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: choirṓdēs Transliteration B: choirōdēs Transliteration C: choirodis Beta Code: xoirw/dhs

English (LSJ)

χοιρῶδες, swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.

German (Pape)

[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.

Greek Monolingual

-ες /χοιρώδης, -ῶδες, ΝΑ χοῖρος
αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.).