περίσφαλσις: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(6_8)
m (Text replacement - "Ion. ιος" to "Ion. -ιος")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perisfalsis
|Transliteration C=perisfalsis
|Beta Code=peri/sfalsis
|Beta Code=peri/sfalsis
|Definition=εως, Ion. ιος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing to slip round</b>, <b class="b3">ἐμβολὴ ἐκ π</b>. in reduction of a dislocation, Id.<span class="title">Mochl.</span>15, cf. <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>25</span>.</span>
|Definition=-εως, Ion. -ιος, ἡ, [[causing to slip round]], <b class="b3">ἐμβολὴ ἐκ π.</b> in reduction of a dislocation, Id.''Mochl.''15, cf. ''Art.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσφαλσις''': -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.
|lstext='''περίσφαλσις''': -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.
}}
{{grml
|mltxt=-άλσεως, ἡ, Α [[περισφάλλω]]<br /><b>1.</b> [[σκόνταμμα]], [[πέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίσφαλσις -εως, ἡ [περισφάλλω] geneesk. ontwrichting.
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 16 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσφαλσις Medium diacritics: περίσφαλσις Low diacritics: περίσφαλσις Capitals: ΠΕΡΙΣΦΑΛΣΙΣ
Transliteration A: perísphalsis Transliteration B: perisphalsis Transliteration C: perisfalsis Beta Code: peri/sfalsis

English (LSJ)

-εως, Ion. -ιος, ἡ, causing to slip round, ἐμβολὴ ἐκ π. in reduction of a dislocation, Id.Mochl.15, cf. Art.25.

German (Pape)

[Seite 595] ἡ, das Umwerfen, Um schlagen, Umfallen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφαλσις: -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.

Greek Monolingual

-άλσεως, ἡ, Α περισφάλλω
1. σκόνταμμα, πέσιμο
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσφαλσις -εως, ἡ [περισφάλλω] geneesk. ontwrichting.