σκαιωρέω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaioreo | |Transliteration C=skaioreo | ||
|Beta Code=skaiwre/w | |Beta Code=skaiwre/w | ||
|Definition= | |Definition== [[πανουργέω]], [[devise mischievously]], ἐπιβουλήν τινι Procop.''Aed.''1 ''Prooemia'', cf. Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''673. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ | |lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. [[σκευωρέομαι]]· - σκαιωρία, ἡ, [[βλάβη]], Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρχησις]], [[χορεία]], καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές [[ἐπινόημα]], Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 18 September 2023
English (LSJ)
= πανουργέω, devise mischievously, ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1 Prooemia, cf. Sch.S.OT673.
German (Pape)
[Seite 888] = σκαιουργέω, Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιωρέω: πανουργέω, ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. σκευωρέομαι· - σκαιωρία, ἡ, βλάβη, Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές ἐπινόημα, Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.