ἀδιάρρηκτος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adiarriktos | |Transliteration C=adiarriktos | ||
|Beta Code=a)dia/rrhktos | |Beta Code=a)dia/rrhktos | ||
|Definition= | |Definition=ἀδιάρρηκτον, [[not torn in pieces]], ''Glossaria'' on [[ἄρρηκτος]], ''EM''149.12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861. | |dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht zu [[zerreißen]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αδιάρρηκτος]] και [[αδιάρρηχτος]], -η, -ο (Μ [[ἀδιάρρηκτος]], -ον) [[διαρρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδιάσπαστος]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο [[ατεμάχιστος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ. | |lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:33, 28 September 2023
English (LSJ)
ἀδιάρρηκτον, not torn in pieces, Glossaria on ἄρρηκτος, EM149.12.
Spanish (DGE)
-ον no destrozado, EMα 1861.
German (Pape)
nicht zu zerreißen, Sp.
Greek Monolingual
αδιάρρηκτος και αδιάρρηχτος, -η, -ο (Μ ἀδιάρρηκτος, -ον) διαρρήγνυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη
2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής
μσν.
αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάρρηκτος: -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.