ἐμμενετικός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐμμενητικός]] Pl.<i>Def</i>.412b, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.64.35<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se mantiene firme en]] de pers. y abstr., c. dat. [[ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ]] = [[que se atiene a la razón]] op. [[ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ]] ‘[[que se aparta de la razón]]’, Arist.<i>EN</i> 1145<sup>b</sup>11, τῇ δόξῃ Arist.<i>EN</i> 1151<sup>b</sup>5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[que resiste]] ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.<br /><b class="num">2</b> [[a lo que uno se aferra]] τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.<i>VH</i> 33.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐμμενητικῶς]] = [[con firmeza]], [[manteniéndose firme]] εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.73.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 19:14, 17 October 2023
English (LSJ)
or ἐμμενητικός, ή, όν, disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις ἐμμενητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. ἐμμενητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενητικός Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ = que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
•que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. ἐμμενητικῶς = con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.
German (Pape)
[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.
Greek Monolingual
ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.