escultor: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀγαλματογλύπτης]], [[ἀγαλματογλύφος]], [[ἀγαλματοποιός]], [[ἀγαλματουργός]], [[ἀγαλμοτυπεύς]], [[ἀναγλυφάριος]], [[ἀνδριαντογλύφος]], [[ἀνδριαντοεργάτης]], [[ἀνδριαντοπλάστης]], [[ἀνδριαντοποιός]], [[ἀνδριαντουργός]], [[γλύπτης]], [[γλυφευτής]], [[δημιουργός]], [[ζωογλύφος]], [[ζῳογλύφος]], [[ζωοπλάστης]], [[ζῳοπλάστης]], [[ζῳοτύπος]], [[λααξός]], [[λαξόος]], [[λαοξόος]], [[λιθογλύπτης]], [[λιθογλύφος]], [[λιθοξόος]], [[λιθόξοος]], [[λιθοξύστης]], [[λιθοτέκτων]], [[λιθουργός]], [[ξοανογλύφος]], [[πλάστης]], [[πλαστουργός]], [[τέκτων]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:09, 26 October 2023
Spanish > Greek
ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων