ἀπεριόριστος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(1) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperioristos | |Transliteration C=aperioristos | ||
|Beta Code=a)perio/ristos | |Beta Code=a)perio/ristos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπεριόριστον,<br><span class="bld">A</span> [[unlimited]], [[infinite]], Longin.16.1,44.6, Ph.1.187; ἐπιστήμαις ἀ. [[undefinable]], Iamb.''Comm.Math.''7. Adv. [[ἀπεριορίστως]] Gal.7.469.<br><span class="bld">2</span> of poems in uniform metre, [[indefinite in length]], Heph.Poëm.6.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[infinito]], [[ilimitado]], [[incircunscrito]] χωρίον Dion.Alex. en Eus.<i>PE</i> 14.23.2 (= Democr.A 43), πόλεμος Longin.44.6, τὸ πάντα διακριβοῦν ... ἀπεριόριστον Longin.16.1, ζωή Procl.<i>in Cra</i>.111.16, de Dios, sus dones y atributos ἀ. ... πλοῦτον [[αὑτοῦ]] Ph.1.187, cf. <i>Corp.Herm</i>.11.18, Basil.M.32.108B, [[δύναμις]] Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.889D, εἰρήνη Basil.M.30.513B<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀπεριόριστον]] = [[infinitud]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.378.25.<br /><b class="num">2</b> [[indefinible]] (τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος) ἐπιστήμαις ἀπεριορίστων Iambl.<i>Comm.Math</i>.7<br /><b class="num">•</b>de poemas [[que no tiene un número definido]] de versos, Heph.<i>Poëm</i>.6.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπεριορίστως]] = [[ilimitadamente]] ἀ. ἔχειν τὴν σύστασιν ἐν πλάτει Gal.7.469, οὐκ ἀ. προλέγει Eus.<i>DE</i> 3.2, cf. Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.597A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] [[nicht umgrenzt]], [[unbestimmt]], Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπεριόριστος:''' [[неопределенный]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεριόριστος''': -ον, ὁ μὴ περιοριζόμενος, μὴ ἔχων ὡρισμένα ὅρια, [[ἀόριστος]], Λογγῖν. 44, Φίλων 1. 187. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. 7. 469. | |lstext='''ἀπεριόριστος''': -ον, ὁ μὴ περιοριζόμενος, μὴ ἔχων ὡρισμένα ὅρια, [[ἀόριστος]], Λογγῖν. 44, Φίλων 1. 187. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. 7. 469. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπεριόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο [[δίχως]] [[άκρη]], [[άπειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί ή κινείται [[χωρίς]] περιορισμούς, [[ανεμπόδιστος]], [[ελεύθερος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:54, 5 November 2023
English (LSJ)
ἀπεριόριστον,
A unlimited, infinite, Longin.16.1,44.6, Ph.1.187; ἐπιστήμαις ἀ. undefinable, Iamb.Comm.Math.7. Adv. ἀπεριορίστως Gal.7.469.
2 of poems in uniform metre, indefinite in length, Heph.Poëm.6.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1infinito, ilimitado, incircunscrito χωρίον Dion.Alex. en Eus.PE 14.23.2 (= Democr.A 43), πόλεμος Longin.44.6, τὸ πάντα διακριβοῦν ... ἀπεριόριστον Longin.16.1, ζωή Procl.in Cra.111.16, de Dios, sus dones y atributos ἀ. ... πλοῦτον αὑτοῦ Ph.1.187, cf. Corp.Herm.11.18, Basil.M.32.108B, δύναμις Dion.Ar.DN M.3.889D, εἰρήνη Basil.M.30.513B
•subst. τὸ ἀπεριόριστον = infinitud Gr.Nyss.Eun.2.378.25.
2 indefinible (τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος) ἐπιστήμαις ἀπεριορίστων Iambl.Comm.Math.7
•de poemas que no tiene un número definido de versos, Heph.Poëm.6.2.
II adv. ἀπεριορίστως = ilimitadamente ἀ. ἔχειν τὴν σύστασιν ἐν πλάτει Gal.7.469, οὐκ ἀ. προλέγει Eus.DE 3.2, cf. Dion.Ar.DN M.3.597A.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umgrenzt, unbestimmt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριόριστος: неопределенный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεριόριστος: -ον, ὁ μὴ περιοριζόμενος, μὴ ἔχων ὡρισμένα ὅρια, ἀόριστος, Λογγῖν. 44, Φίλων 1. 187. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. 7. 469.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπεριόριστος, -ον)
αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος.