εἰκονοστάσιον: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=εἰκονοστάσιον
|Full diacritics=εἰκονοστᾰ́σιον
|Medium diacritics=εἰκονοστάσιον
|Medium diacritics=εἰκονοστάσιον
|Low diacritics=εικονοστάσιον
|Low diacritics=εικονοστάσιον

Latest revision as of 12:13, 10 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονοστᾰ́σιον Medium diacritics: εἰκονοστάσιον Low diacritics: εικονοστάσιον Capitals: ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: eikonostásion Transliteration B: eikonostasion Transliteration C: eikonostasion Beta Code: ei)konosta/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, shrine, Anon.in Rh.78.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
iconostasio, especie de capilla con imágenes o iconos εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.in Rh.78.2.

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.