δίεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diedros
|Transliteration C=diedros
|Beta Code=di/edros
|Beta Code=di/edros
|Definition=δίεδρον, ([[ἕδρα]])<br><span class="bld">A</span> [[sitting apart]], opp. [[σύνεδρος]], Arist.''HA''608b28.<br><span class="bld">2</span> = [[διαφανής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[δίεδρον]], τό, [[tripod-stand]], Callix. 2.<br><span class="bld">2</span> [[chaise-longue]], Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ζεῦγος ἡμιονικόν]].
|Definition=δίεδρον, ([[ἕδρα]])<br><span class="bld">A</span> [[sitting apart]], opp. [[σύνεδρος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b28.<br><span class="bld">2</span> = [[διαφανής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[δίεδρον]], τό, [[tripod-stand]], Callix. 2.<br><span class="bld">2</span> [[chaise-longue]], Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ζεῦγος ἡμιονικόν]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 21:45, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεδρος Medium diacritics: δίεδρος Low diacritics: δίεδρος Capitals: ΔΙΕΔΡΟΣ
Transliteration A: díedros Transliteration B: diedros Transliteration C: diedros Beta Code: di/edros

English (LSJ)

δίεδρον, (ἕδρα)
A sitting apart, opp. σύνεδρος, Arist.HA608b28.
2 = διαφανής, Hsch.
II δίεδρον, τό, tripod-stand, Callix. 2.
2 chaise-longue, Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se coloca aparte de los animales, interpretado como signo de discordia, Arist.HA 608b28.
2 diáfano, translúcido Hp. en Gal.19.92 (prob. var. antigua de δίϋδρος q.u.), Hsch. (quizá error por δίαιθρος q.u.).
II subst.
1 ὁ δ. base, pedestal, soporte doble δίεδρος ἀνεπίγραφος Didyma 467.12 (II a.C.), para una mesita, Callix.2 (p.167.21).
2 τὸ δ. asiento doble prob. un tipo de diván o asiento alargado ἐπὶ δ. τι οὗ ἐτύγχανον καθήμενοι PUG 107.5 (III a.C.), στρωμάτιον, ὥστε τῷ μήκει ἐπὶ δ. PCair.Zen.241.3, cf. 13.35, PSI 858.58 (en vol. IX, p.X) (todos III a.C.), δίεδρα λέγεται τὰ ἐφ' οἷς καθήμεθα Erot.37.12, para uso médico, Herod.Med. en Orib.10.37.5, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν ὁμοία διέδρῳ Sud.s.u. ζεῦγος ἡμιονικόν.

German (Pape)

[Seite 617] aus einander sitzend, feindlich, Gegensatz σύνεδρος, s. διεδρία, Arist. a. a. Q.; – ὁ δίεδρος, = διέδριον, Ath. V, 197 b.

Russian (Dvoretsky)

δίεδρος: досл. сидящий врозь, перен. знаменующий вражду (в птицегадании - о птицах) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δίεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύνεδρος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. διεδρία. ΙΙ. δίεδρος, ὁ, = διέδριον, Ἀθήν. 197Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίεδρος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το δίεδρο(ν)
κάθισμα για δύο ανθρώπους
νεοελλ.
αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την ίδια ευθεία
αρχ.
1. (για πουλιά σε οιωνοσκοπία) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο δυσμενής
2. το ουδ. ως ουσ. το δίεδρον
τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -εδρος < έδρα].