διαπετάννυμι: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapetannymi | |Transliteration C=diapetannymi | ||
|Beta Code=diapeta/nnumi | |Beta Code=diapeta/nnumi | ||
|Definition=pf. -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—[[open and spread out]], Ar.''Lys.''732,733; <b class="b3">τὰς πλεκτάνας</b>, of the polypus, Arist.''HA''541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. <b class="b3">διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι</b> prob. in Pi.''Dith.Oxy.''2.4. | |Definition=pf. -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—[[open and spread out]], Ar.''Lys.''732,733; <b class="b3">τὰς πλεκτάνας</b>, of the polypus, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. <b class="b3">διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι</b> prob. in Pi.''Dith.Oxy.''2.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:50, 24 November 2023
English (LSJ)
pf. -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—open and spread out, Ar.Lys.732,733; τὰς πλεκτάνας, of the polypus, Arist.HA541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι prob. in Pi.Dith.Oxy.2.4.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διεπέτασα Ar.Lys.732, Arist.HA 541b5, LXX Ps.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.Fr.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]
extender, abrir, desplegar (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. LXX 3Re.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα LXX 2Re.17.19, τὸν κόλπον I.BI 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.Steph.1.90.1, cf. Hom.in Cant.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10
•frec. en el AT extender, tender τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου LXX Ps.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν LXX 3Re.8.22, cf. 38, 54, To.3.11S, La.1.17.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πετάννυμι), auseinanderbreiten, Ar. Lys. 732; τὰς πλεκτάνας, Arist. H. A. 5, 6; πτέρυγας, D. Sic. 17, 115, u. a. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πετάννῡμι uitspreiden, met ἐπί + gen.: ἐπὶ τῆς κλίνης op het bed Aristoph. Lys. 732.
Russian (Dvoretsky)
διαπετάννῡμι:
1 раскладывать (sc. ἔρια Arph.);
2 раскрывать, расправлять (τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὶ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπετάννυμι: ἢ -ύω, μέλλ. -πετάσω [ᾰ], πρκμ. διαπεπέτακα Διόδ. Σικ. 17, 115 [ᾰ]· - ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 732, 733· τὰς πλεκτάνας, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 6, 2.
Greek Monolingual
διαπετάννυμι και διαπεταννύω (Α) πετάννυμι
ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω.