μαλακόδερμος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (pape replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakodermos | |Transliteration C=malakodermos | ||
|Beta Code=malako/dermos | |Beta Code=malako/dermos | ||
|Definition= | |Definition=μαλακόδερμον, [[soft-skinned]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489b15, al. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[weichhäutig]], -[[schalig]]; Schol. Ar. Th</i>. 199; ᾠά, Arist. <i>H.A</i>. 1.5. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[σκληρόδερμος]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[σκληρόδερμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
μαλακόδερμον, soft-skinned, Arist.HA489b15, al.
German (Pape)
weichhäutig, -schalig; Schol. Ar. Th. 199; ᾠά, Arist. H.A. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].