μυελώδης: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myelodis | |Transliteration C=myelodis | ||
|Beta Code=muelw/dhs | |Beta Code=muelw/dhs | ||
|Definition=μυελῶδες, [[like marrow]], ὑγρότης Arist.''HA''517a3. | |Definition=μυελῶδες, [[like marrow]], ὑγρότης [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''517a3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
μυελῶδες, like marrow, ὑγρότης Arist.HA517a3.
German (Pape)
[Seite 213] ες, markähnlich, markartig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
μυελώδης: похожий на мозг, мозговидный (ὑγρότης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μυελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μυελόν, ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ μυελώδης, -ῶδες) μυελός
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού
2. αυτός που αποτελείται από μυελό
3. (κατ' επέκτ.) απαλός, τρυφερός.