σποδοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spodoeidis | |Transliteration C=spodoeidis | ||
|Beta Code=spodoeidh/s | |Beta Code=spodoeidh/s | ||
|Definition=σποδοειδές, [[ashy]], [[ash-coloured]], Hp.''Epid.''7.92, Arist.''HA''592b6, 617b4, [[LXX]] ''Ge.''30.39, al. | |Definition=σποδοειδές, [[ashy]], [[ash-coloured]], Hp.''Epid.''7.92, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''592b6, 617b4, [[LXX]] ''Ge.''30.39, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
σποδοειδές, ashy, ash-coloured, Hp.Epid.7.92, Arist.HA592b6, 617b4, LXX Ge.30.39, al.
German (Pape)
[Seite 923] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.
Russian (Dvoretsky)
σποδοειδής: пепельный (τὸ χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σποδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, ὡς τὸ σπόδιος, Ἱππ. 1221Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2., 9. 22, 2· - οὕτω σποδιώδης, ες, Ἐρωτιαν.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του σποδουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -ειδής].