σποδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spodoeidis
|Transliteration C=spodoeidis
|Beta Code=spodoeidh/s
|Beta Code=spodoeidh/s
|Definition=σποδοειδές, [[ashy]], [[ash-coloured]], Hp.''Epid.''7.92, Arist.''HA''592b6, 617b4, [[LXX]] ''Ge.''30.39, al.
|Definition=σποδοειδές, [[ashy]], [[ash-coloured]], Hp.''Epid.''7.92, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''592b6, 617b4, [[LXX]] ''Ge.''30.39, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδοειδής Medium diacritics: σποδοειδής Low diacritics: σποδοειδής Capitals: ΣΠΟΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spodoeidḗs Transliteration B: spodoeidēs Transliteration C: spodoeidis Beta Code: spodoeidh/s

English (LSJ)

σποδοειδές, ashy, ash-coloured, Hp.Epid.7.92, Arist.HA592b6, 617b4, LXX Ge.30.39, al.

German (Pape)

[Seite 923] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.

Russian (Dvoretsky)

σποδοειδής: пепельный (τὸ χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σποδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, ὡς τὸ σπόδιος, Ἱππ. 1221Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2., 9. 22, 2· - οὕτω σποδιώδης, ες, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του σποδουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -ειδής].