impedimento: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(2)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἐμποδίζω]], [[ἐμποδών]], [[διάφραξις]], [[ἐμποδέω]], [[εἱργμός]], [[ἀποκώλυσις]], [[ἐγκωπή]], [[ἐναντίωμα]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἔνστημα]], [[διακώλυσις]], [[ἐμπόδιος]]
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἐμποδίζω]], [[ἐμποδών]], [[διάφραξις]], [[ἐμποδέω]], [[εἱργμός]], [[ἀποκώλυσις]], [[ἐγκωπή]], [[ἐναντίωμα]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἔνστημα]], [[διακώλυσις]], [[τὸ ἐμπόδιον]], [[ἐμπόδιον]]
}}
}}

Revision as of 18:39, 7 December 2023