ἁμαξόποδες: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksopodes
|Transliteration C=amaksopodes
|Beta Code=a(maco/podes
|Beta Code=a(maco/podes
|Definition=οἱ, = [[ἁμαξήποδες]], Vitr.10.14.1.
|Definition=οἱ, = [[ἁμαξήποδες]] ([[axle blocks]], [[axel hubs]]), Vitr.10.14.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:06, 17 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξόποδες Medium diacritics: ἁμαξόποδες Low diacritics: αμαξόποδες Capitals: ΑΜΑΞΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: hamaxópodes Transliteration B: hamaxopodes Transliteration C: amaksopodes Beta Code: a(maco/podes

English (LSJ)

οἱ, = ἁμαξήποδες (axle blocks, axel hubs), Vitr.10.14.1.

German (Pape)

[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].