duda: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(2) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[τὸ ἀμφίλογον]], [[ἀμφίλογον]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[εἰκασίη]], [[ἐνδοίασις]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[ἐπαπόρημα]], [[τὸ ἄπιστον]], [[τὸ διστακτικόν]], [[φόβος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:56, 22 December 2023
Spanish > Greek
ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, τὸ ἀμφίλογον, ἀμφίλογον, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος