δαιμονικός: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(1b) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daimonikos | |Transliteration C=daimonikos | ||
|Beta Code=daimoniko/s | |Beta Code=daimoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=δαιμονική, δαιμονικόν, of persons or animals, [[possessed by a demon]], ζῷον Plu.2.362f: of things, [[sent by a demon]], οὐ θεῖον, ἀλλὰ δαιμονικόν ib.996c, cf.458c; δαιμονικὴ [[δύναμις]] ib.363a. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[demoníaco]], [[maligno]] τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, [[δύναμις]] (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.<i>Leg</i>.25.3, [[πλάνη]] Eus.<i>VC</i> 2.61<br /><b class="num">•</b>[[ofuscado por malos espíritus]], [[demoníaco]] del [[pecador]] o el [[hereje]] γίνεται [[ἄνθρωπος]] δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.12.98, ref. a Manes [[βάρβαρος]] ... τήν τε φύσιν δ. Eus.<i>HE</i> 7.31.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ [[δαιμονικόν]] = [[demon maligno]] ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δαιμονικόν <i>T.Sal</i>.1.2.<br /><b class="num">2</b> [[perteneciente a la esfera del demon]], [[demónico]] op. [[θεῖον]]: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δαιμονικόν Plu.2.996c, cf. Origenes <i>Cels</i>.8.61.<br /><b class="num">3</b> [[convertido en mal espíritu]], [[alma en pena]] ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.<i>Sm</i>.2, cf. Hsch.ο 1918.<br /><b class="num">4</b> glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.<i>Pl</i>.424. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] von einem Dämon besessen, Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem [[θεῖον]] entggstzt, de coh. ira 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] [[von einem Dämon besessen]], Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem [[θεῖον]] entggstzt, de coh. ira 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[possédé d'un dieu]];<br /><b>2</b> [[envoyé]] <i>ou</i> inspiré par un dieu <i>en parl. de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιμονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сверхъестественный]] или [[божественный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исходящий от злого божества]] (οὐ [[θεῖος]], ἀλλὰ δ. Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[одержимый нечистой силой]] ([[ὄνος]] [[καθαρός]], ἀλλὰ δ᾽ Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαιμονικός''': -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ [[θεῖον]], [[ἀλλά]] δ. [[αὐτόθι]] 996D· δ. [[δύναμις]] [[αὐτόθι]] 363Α, πρβλ. 458Β. | |lstext='''δαιμονικός''': -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ [[θεῖον]], [[ἀλλά]] δ. [[αὐτόθι]] 996D· δ. [[δύναμις]] [[αὐτόθι]] 363Α, πρβλ. 458Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:31, 8 January 2024
English (LSJ)
δαιμονική, δαιμονικόν, of persons or animals, possessed by a demon, ζῷον Plu.2.362f: of things, sent by a demon, οὐ θεῖον, ἀλλὰ δαιμονικόν ib.996c, cf.458c; δαιμονικὴ δύναμις ib.363a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 demoníaco, maligno τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, δύναμις (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.Leg.25.3, πλάνη Eus.VC 2.61
•ofuscado por malos espíritus, demoníaco del pecador o el hereje γίνεται ἄνθρωπος δ. Clem.Al.Strom.6.12.98, ref. a Manes βάρβαρος ... τήν τε φύσιν δ. Eus.HE 7.31.1
•subst. τὸ δαιμονικόν = demon maligno ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δαιμονικόν T.Sal.1.2.
2 perteneciente a la esfera del demon, demónico op. θεῖον: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δαιμονικόν Plu.2.996c, cf. Origenes Cels.8.61.
3 convertido en mal espíritu, alma en pena ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.Sm.2, cf. Hsch.ο 1918.
4 glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.Pl.424.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem θεῖον entggstzt, de coh. ira 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 possédé d'un dieu;
2 envoyé ou inspiré par un dieu en parl. de choses.
Étymologie: δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονικός:
1 сверхъестественный или божественный (δύναμις Plut.);
2 исходящий от злого божества (οὐ θεῖος, ἀλλὰ δ. Plut.);
3 одержимый нечистой силой (ὄνος καθαρός, ἀλλὰ δ᾽ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονικός: -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ θεῖον, ἀλλά δ. αὐτόθι 996D· δ. δύναμις αὐτόθι 363Α, πρβλ. 458Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) δαίμων
1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα
2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα
2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα
νεοελλ.
σατανικός.