εὐχυμία: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efchymia | |Transliteration C=efchymia | ||
|Beta Code=eu)xumi/a | |Beta Code=eu)xumi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[εὐχυλία]] ([[goodness of flavour]]), Hp.''Loc.Hom.''10 (dub. l.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.11.4.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[healthy state of the humours]], Gal.11.491, al.<br><span class="bld">2</span> of food, [[faculty of producing such a state]], Id.6 749. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] ἡ, = [[εὐχυλία]], guter Geschmack, Hippocr., Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] ἡ, = [[εὐχυλία]], guter Geschmack, Hippocr., Theophr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐχῡμία:''' ἡ [[сочность]] (''[[sc.]]'' τοῦ ξύλου Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εὐχυμία]]) [[εύχυμος]]<br />[[αφθονία]] εύγευστου χυμού, [[γευστικότητα]], καλή [[γεύση]], [[νοστιμάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η καλή [[κατάσταση]] τών χυμών του σώματος<br /><b>2.</b> (για τροφές) η [[ικανότητα]] της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως. | |mltxt=η (Α [[εὐχυμία]]) [[εύχυμος]]<br />[[αφθονία]] εύγευστου χυμού, [[γευστικότητα]], καλή [[γεύση]], [[νοστιμάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η καλή [[κατάσταση]] τών χυμών του σώματος<br /><b>2.</b> (για τροφές) η [[ικανότητα]] της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:33, 9 January 2024
English (LSJ)
ἡ,
A = εὐχυλία (goodness of flavour), Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr. CP 6.11.4.
II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.
2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.
Russian (Dvoretsky)
εὐχῡμία: ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.
Greek Monolingual
η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.