παχύνους: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(31)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παχύνους
|Medium diacritics=παχύνους
|Low diacritics=παχύνους
|Capitals=ΠΑΧΥΝΟΥΣ
|Transliteration A=pachýnous
|Transliteration B=pachynous
|Transliteration C=pachynous
|Beta Code=paxu/nous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[παχύνοος]] ([[thick-witted]]).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, [[παχύνοος]], -οον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[παχύς]], [[νωθρός]] στο [[μυαλό]], όχι γρήγορος στην [[αντίληψη]], [[χοντροκέφαλος]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, [[παχύνοος]], -οον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[παχύς]], [[νωθρός]] στο [[μυαλό]], όχι γρήγορος στην [[αντίληψη]], [[χοντροκέφαλος]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[βραδύνους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[παχύνοος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 18 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχύνους Medium diacritics: παχύνους Low diacritics: παχύνους Capitals: ΠΑΧΥΝΟΥΣ
Transliteration A: pachýnous Transliteration B: pachynous Transliteration C: pachynous Beta Code: paxu/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for παχύνοος (thick-witted).

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus παχύνοος.