αυτόχειρας: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(7)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
}}
{{trml
|trtx====[[suicide]]===
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: [[zelfmoordenaar]], [[zelfmoordenaares]], [[zelfmoordenaarster]]; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: [[suicidé]], [[suicidée]], [[suicidant]], [[suicidante]]; German: [[Selbstmörder]], [[Selbstmörderin]], [[Suizidant]], [[Suizidantin]], [[Suizident]], [[Suizidentin]]; Greek: [[αυτόχειρ]], [[αυτόχειρας]]; Ancient Greek: [[αὐθέντης]], [[αὐτοσφαγής]], [[αὐτόχειρ]]; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: [[suicida]]; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: [[suicida]]; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: [[самоубийца]]; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: [[suicida]]; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig
}}
}}

Revision as of 16:26, 19 January 2024

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόχειρ, [-ειρος]) χειρ
αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια
αρχ.
1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια
2. εργάτης, πρωτεργάτης
3. φονιάς, δολοφόνος
4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο
4. παθ. αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου.

Translations

suicide

Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐθέντης, αὐτοσφαγής, αὐτόχειρ; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig