Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὕψωσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsosis
|Transliteration C=ypsosis
|Beta Code=u(/ywsis
|Beta Code=u(/ywsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a raising high</b>, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[hill]], [[eminence]], <span class="bibl">Str.7.5.10</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[exalting]], [[glorifying]], αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>149.6</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> a [[raising high]], τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472.<br><span class="bld">2</span> [[hill]], [[eminence]], Str.7.5.10 (pl.).<br><span class="bld">II</span> metaph., [[exalting]], [[glorifying]], αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ [[LXX]] ''Ps.''149.6.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕψωσις''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[σήκωμα]], ἡ τοῦ βραχίονος [[ὕψωσις]] Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, [[αἴνεσις]], ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ [[μᾶλλον]] [[νηστεία]] πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.
|lstext='''ὕψωσις''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς [[σήκωμα]], ἡ τοῦ βραχίονος [[ὕψωσις]] Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, [[αἴνεσις]], ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ [[ὕψωσις]] τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ [[μᾶλλον]] [[νηστεία]] πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.
}}
{{pape
|ptext=εως, ἡ, <i>das [[Erhöhen]], die [[Erhebung]]</i>, αἱ ὑψώσεις <span class="ggns">Gegensatz</span> von τὰ ἐπιπεδώτερα Strab. 7.5.10.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 24 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψωσις Medium diacritics: ὕψωσις Low diacritics: ύψωσις Capitals: ΥΨΩΣΙΣ
Transliteration A: hýpsōsis Transliteration B: hypsōsis Transliteration C: ypsosis Beta Code: u(/ywsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a raising high, τοῦ βραχίονος Gal.18(1).324, cf. 18(2).472.
2 hill, eminence, Str.7.5.10 (pl.).
II metaph., exalting, glorifying, αἱ ὑ. τοῦ Θεοῦ LXX Ps.149.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψωσις: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς σήκωμα, ἡ τοῦ βραχίονος ὕψωσις Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 324, 12. ΙΙ. μεταφ., τὸ μεγαλύνειν, αἴνεσις, ἐξύμνησις, αἱ ὑψ. τοῦ Θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, β). ― Ἐν τῇ ἐκκλ. γλώσσῃ: (1) «ἡ ὕψωσις τοῦ ζωοποιοῦ σώματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τελετὴ γινομένη ἐν τῷ ἱερῷ, Ψευδογερμ. 448, Δαμασκ. 2, 57D, Στουδ. 1689, Κουροπ. 95, 12 (2)· ἡ ὕψωσις τοῦ σταυροῦ, ἑορτὴ ἢ μᾶλλον νηστεία πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Σωφρ. 3712D, Ἀνδρ. Κρήτ. 1017C, Κωνστ. Πορφυρογ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 190, Ὡρολ. τὸ Μέγ. Σεπτ. 14.

German (Pape)

εως, ἡ, das Erhöhen, die Erhebung, αἱ ὑψώσεις Gegensatz von τὰ ἐπιπεδώτερα Strab. 7.5.10.