άμορφος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμορφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμόρφωτος]], [[ἀμορφύνω]], <i>ἀμορφῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[formless]]=== | |||
Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: [[vormloos]]; French: [[sans forme]], [[informe]]; Greek: [[άμορφος]]; Ancient Greek: [[ἀειδής]], [[ἀΐδηλος]], [[ἄμορφος]], [[ἀνείδεος]], [[ἄσαμος]], [[ἄσημος]], [[ἀσχημάτιστος]]; Ido: senforma; Latin: [[informis]]; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: [[sin forma]]; Swedish: formlös | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 29 January 2024
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)
αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος
2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μορφή.
ΠΑΡ. αμορφία
αρχ.
ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].
Translations
formless
Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös