γαλακτοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktoychos
|Transliteration C=galaktoychos
|Beta Code=galaktou=xos
|Beta Code=galaktou=xos
|Definition=γαλακτοῦχον, ([[ἔχω]]) [[having]] or [[sucking milk]], Poll.3.50.
|Definition=γαλακτοῦχον, ([[ἔχω]]) [[having milk]] or [[sucking milk]], Poll.3.50.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:52, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοῦχος Medium diacritics: γαλακτοῦχος Low diacritics: γαλακτούχος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: galaktoûchos Transliteration B: galaktouchos Transliteration C: galaktoychos Beta Code: galaktou=xos

English (LSJ)

γαλακτοῦχον, (ἔχω) having milk or sucking milk, Poll.3.50.

German (Pape)

[Seite 471] Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.

Greek Monolingual

-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].