ἐπιτελεστικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitelestikos | |Transliteration C=epitelestikos | ||
|Beta Code=e)pitelestiko/s | |Beta Code=e)pitelestiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτελεστική, ἐπιτελεστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of effecting one's purpose]], Arist.''Phgn.''813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; [[for fulfilment]], ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τεληέσσας]]: Sup., Sch.Il.8.247.<br><span class="bld">II</span> [[capable of celebrating]], μυστηρίων Ptol. ''Tetr.''72. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ή, όν, vollendend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ή, όν, vollendend, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτελεστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[завершающий]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[крепкий]], [[сильный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτελεστικός]], -ή, -όν) [[επιτέλεσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή συντελεί στην [[πραγματοποίηση]] του ποθούμενου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]] («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτελεστικός]], -ή, -όν) [[επιτέλεσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή συντελεί στην [[πραγματοποίηση]] του ποθούμενου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]] («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῖς σαρξὶ κεχρημένοι [[εἰσί]], καὶ χρώμασι διὰ [[ψυχρότητα]], γίγνονται ἐπιτελεστικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για πανηγυρισμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:23, 6 February 2024
English (LSJ)
ἐπιτελεστική, ἐπιτελεστικόν,
A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247.
II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.
German (Pape)
[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελεστικός:
1 завершающий Arst.;
2 крепкий, сильный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῖς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.