ἐπαίτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. | |mltxt=ο (AM [[ἐπαίτης]], θηλ. ἐπαῖτις») [[επαιτώ]]<br />[[ζητιάνος]], [[ζήτουλας]], [[διακονιάρης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν [[κατά]] τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 6 February 2024
English (LSJ)
ἐπαίτου, ὁ, beggar, Telesp.14 H., Nech. ap. Vett.Val.290.2, Ath.5.192f, D.C.66.8 codd. ἐπαίτησις, εως, ἡ, begging, LXX Si.40.28,30.
German (Pape)
[Seite 896] ὁ, der fordert, Bettler, Teles Stob. fl. 5, 67; Ath. V, 192 f u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτης: -ου, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ζήτουλας», «διακονιάρης», Ἀθήν. 192F, Δίων Κ. 66. 8.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.