εύνομος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῖρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), [[πρβλ]]. [[αγρονόμος]], [[βουνόμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῖρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.