εύνομος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῖρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), [[πρβλ]]. [[αγρονόμος]], [[βουνόμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῖρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.