ανόρθωση: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(4)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀνόρθωσις]])<br /><b>1.</b> [[ανοικοδόμηση]], [[αναστήλωση]] («[[ἀνόρθωσις]] τών τειχῶν»)<br /><b>2.</b> [[επανόρθωση]], [[βελτίωση]], [[αποκατάσταση]] («[[ανόρθωση]] της οικονομίας», «Χαῑρε [[ἀνόρθωσις]] τών ανθρώπων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατροπή]] του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.
|mltxt=η (AM [[ἀνόρθωσις]])<br /><b>1.</b> [[ανοικοδόμηση]], [[αναστήλωση]] («[[ἀνόρθωσις]] τών τειχῶν»)<br /><b>2.</b> [[επανόρθωση]], [[βελτίωση]], [[αποκατάσταση]] («[[ανόρθωση]] της οικονομίας», «Χαῖρε [[ἀνόρθωσις]] τών ανθρώπων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατροπή]] του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωσηἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάστασηανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.