ευθύπνους: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρί</i>-<i>πνους</i>, <i>ά</i>-<i>πνους</i>].
|mltxt=εὐθύπνους, -ουν και [[εὐθύπνοος]], -οον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει [[κατευθείαν]] («θοαῖς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πνοή]]), [[πρβλ]]. [[πυρίπνους]], [[άπνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὐθύπνους, -ουν και εὐθύπνοος, -οον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῖς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.)
2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -πνους (< πνόος < πνοή), πρβλ. πυρίπνους, άπνους].