ευδία: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βδία και βιδιά, η (Α [[εὐδία]], ιων. τ. εὐδίη) [[αίθριος]] και [[γλυκός]] [[καιρός]], [[καλοκαιρία]] («ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[γαλήνη]] («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκὸς [[εὐδία]]» — καλή [[κατάσταση]] του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — [[αισθάνομαι]] άνετα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>διF</i>-<i>ᾱ</i>. Πρόκειται δηλ. για [[λέξη]] σύνθετη από το <i>ευ</i> και την ασθενή [[βαθμίδα]] μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «[[ημέρα]]» — [[πρβλ]]. [[Ζευς]], γεν. <i>ΔιFός</i> και επίθ. <i> | |mltxt=και βδία και βιδιά, η (Α [[εὐδία]], ιων. τ. εὐδίη) [[αίθριος]] και [[γλυκός]] [[καιρός]], [[καλοκαιρία]] («ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[γαλήνη]] («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκὸς [[εὐδία]]» — καλή [[κατάσταση]] του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — [[αισθάνομαι]] άνετα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>διF</i>-<i>ᾱ</i>. Πρόκειται δηλ. για [[λέξη]] σύνθετη από το <i>ευ</i> και την ασθενή [[βαθμίδα]] μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «[[ημέρα]]» — [[πρβλ]]. [[Ζευς]], γεν. <i>ΔιFός</i> και επίθ. <i>δῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διFιος</i>). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. <i>sudiv</i>-, <i>su</i>-<i>div</i>-<i>a</i>-<i>m</i> «ωραία [[μέρα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.)
αρχ.
1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.)
2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» — καλή κατάσταση του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — αισθάνομαι άνετα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-διF-ᾱ. Πρόκειται δηλ. για λέξη σύνθετη από το ευ και την ασθενή βαθμίδα μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «ημέρα» — πρβλ. Ζευς, γεν. ΔιFός και επίθ. δῖος (< διFιος). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. sudiv-, su-div-a-m «ωραία μέρα»].