εύκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ευτάκτως, με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ευτάκτως, με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός
2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκοσμον
η κοσμιότητα («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», Θουκ.)
2. (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)
3. (το αρσ.) εὔκοσμος
επιγρ. τίτλος άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο.
επίρρ...
ευκόσμως (ΑΜ εὐκόσμως)
με κοσμιότητα, με ευπρέπεια, με σεμνότητα
μσν.-αρχ.
ευτάκτως, με τάξη, αρμονικά
αρχ.
με χάρη, με καλλωπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμος «τάξη, στολισμός»].