επιχειλής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῑνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>λεπτο</i>-<i>χειλής</i>, <i>αμβλυ</i>-<i>χειλής</i>)].
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῖνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[λεπτοχειλής]], [[αμβλυχειλής]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῖνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτοχειλής, αμβλυχειλής)].